- τάρανδος
- Αρτιοδάκτυλα μηρυκαστικά του γένους rangifer, της οικογένειας των ελαφιδών, υποδιαιρούμενα σε 2 είδη: τον τ. της τούνδρας (rangifer tarandus), διαδεδομένο στις βορειότερες περιοχές της Ευρασίας και το καριμπού (rangifer caribou), που ζει κυρίως στις αρκτικές ζώνες της Αμερικής. Αντίθετα προς τους άλλους ελαφίδες, οι τ. έχουν κέρατα και στα δύο φύλα, μόνο που στα αρσενικά είναι μικρότερα.
Ο τ. της τούνδρας έχει ύψος έως το ακρώμιο πάνω από ένα μ. και μήκος 1,80 μ., ενώ οι εξημερωμένοι ευρασιατικοί είναι λίγο μικρότεροι. Στη διάρκεια του σύντομου καλοκαιριού οι τ. της τούνδρας τρέφονται με άφθονους βλαστούς, χόρτα και άνθη, δημιουργώντας έτσι απόθεμα λίπους, με το οποίο αντιμετωπίζουν τη σπανιότητα τροφής και το έντονο κρύο του χειμώνα. Το φθινόπωρο μεταναστεύουν σε λιγότερο βόρειες περιοχές, όπου τρέφονται κυρίως με λειχήνες και φλούδες δέντρων. Οι εξημερωμένοι τ. μεταναστεύουν και αυτοί, αλλά μαζί με Λάπωνες νομάδες, οι οποίοι τους χρησιμοποιούν όχι μόνο για το κρέας, το γάλα, το δέρμα και τα κέρατά τους, αλλά για να σέρνουν τα έλκηθρα και για ιππασία. Οι αμερικανικοί τ. είναι ταχύτεροι από τους ευρασιατικούς και στις εποχικές μεταναστεύσεις τους ακολουθούν απλούστερα δρομολόγια. Υποδιαιρούνται σε μερικά υποείδη, γνωστότερα από τα οποία είναι το καριμπού των δασών, ύψους 1,40 μ., με μικρά σχετικά κέρατα, που ζει στον βόρειο Καναδά και στην Αλάσκα, και το αρκτικό ή πολικό καριμπού, μικρότερο από το προηγούμενο αλλά με μεγαλύτερα κέρατα, που ζει σε ερημικές ζώνες μεταξύ του κόλπου του Χάντσον και του Βόρειου Παγωμένου ωκεανού.
O πολικός τάρανδος ή καριμπού (rangifer caribou) ζει στις ερημικές ζώνες της αρκτικής Αμερικής.
Κοπάδι ταράνδων σε εκτροφείο στα νησιά Φόκλαντ (φωτ. ΑΠΕ).
* * *ο, ΝΑ, και τάρανδρος Ανεοελλ.ελάφι τών αρκτικών περιοχών, τού είδους Hangifer tarandus, τής οικογένειας cervidae, που απαντά στη Σκανδιναβία, στη Σιβηρία και στη Βόρεια Αμερικήμσν.(κατά τον Στέφ. Βυζ.) «χῶρος Φρυγίας»αρχ.κερασφόρο ζώο το οποίο ζούσε στη Σκυθία, πιθανώς ο σημερινός τάρανδος ή πιθανότερα η άλκη.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης. Έχει παρατηρηθεί ωστόσο κάποια ομοιότητα ανάμεσα στον ελλ. τ. και στους τ. τών φιννοουγγρικών γλωσσών για τη λ. τάρανδος. šardo, šardō, šordō].
Dictionary of Greek. 2013.